ψυχασθένεια

ψυχασθένεια
η
1) душевное расстройство; 2) мед. психастения

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ψυχασθένεια" в других словарях:

  • ψυχασθένεια — και ψυχασθενία, η, Ν ιατρ. νευρωτική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από μόνιμη κατάθλιψη οφειλόμενη σε ανεπαρκή ενεργητικότητα τών διαφόρων ψυχικών λειτουργιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. psychasthenie (< ψυχή + ασθένεια)] …   Dictionary of Greek

  • ψυχασθένεια — η ψυχική ασθένεια με κύρια χαρακτηριστικά της την εξάντληση της ψυχικής ενέργειας και αντίστασης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψυχασθενικός — ή, ό, Ν [ψυχασθενής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχασθένεια («ψυχασθενικό σύμπτωμα») 2. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από ψυχασθένεια …   Dictionary of Greek

  • ψυχασθενικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχασθένεια ή στον ψυχασθενή, αυτός που πάσχει από ψυχασθένεια: Είναι ψυχασθενικό άτομο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… …   Dictionary of Greek

  • ψυχασθενής — ές, Ν αυτός που έχει ψυχασθένεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + ασθενής. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • Ζανέ, Πιερ — (Pierre Janet, Παρίσι 1859 – 1947). Γάλλος ψυχίατρος και ψυχολόγος. Θεωρείται, μαζί με τον Φρόιντ, πατέρας της σύγχρονης δυναμικής ψυχολογίας. Ήταν μαθητής του Σαρκό στο Παρίσι και μετά το 1898 δίδαξε στη Σορβόνη. Η μεγαλύτερη συμβολή του Ζ. στην …   Dictionary of Greek

  • λυκανθρωπία — η (ιατρ.), ψυχασθένεια κατά την οποία ο άρρωστος νομίζει ότι είναι λύκος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψυχασθενής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που πάσχει από ψυχασθένεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»